- αιώρημα ή εναιώρημα
- Ετερογενές σύστημα μεταξύ ουσιών υγρών, στερεών ή αερίων όπου ενυπάρχουν πάντοτε δύο φάσεις, που αποτελούνται αντίστοιχα από ένα υλικό που διασπείρεται (υγρή ή αέρια μάζα) και τη διασπειρόμενη ουσία (υγρή ή στερεή μάζα, βλ. λ. διασπορά, κολλοειδή).
Μια αξιόλογη εργασία, τόσο στο επιστημονικό όσο και στο βιομηχανικό πεδίο, σχετικά με τα α. είναι ο διαχωρισμός των φάσεών τους, που επιτυγχάνεται πραγματικά με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τα συστατικά. Μια μέθοδος που χρησιμοποιείται είναι η απόχυση, που βασίζεται στη διαφορετική επίδραση της δύναμης της βαρύτητας στα σωματίδια της μάζας που βρίσκεται σε διασπορά και του υλικού το οποίο διασπείρεται. Για έναν γρήγορο διαχωρισμό καταφεύγουμε στις φυγόκεντρες συσκευές, όπου τα στερεά βαρύτερα σωματίδια συσσωρεύονται στα περιφερειακά και στα προς τα έξω τοιχώματα, εξαιτίας της φυγόκεντρης δύναμης, και αφήνουν με αυτό τον τρόπο στο κεντρικό τμήμα την υγρή μάζα.
Παραδείγματα α. στερεών ή υγρών εντός αέριας φάσης είναι ο καπνός και η ομίχλη. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε α. μικροσκοπικών σωματιδίων άνθρακα στον αέρα· στη δεύτερη, η αιωρούμενη φάση αποτελείται από σταγονίδια του υδρατμού.
Πολύ επίκαιρο είναι το πρόβλημα της διασποράς του καπνού, που μολύνει τον αέρα των βιομηχανικών κέντρων, και των ραδιενεργών πυρηνικών σωματιδίων, που ακολουθούν όλες τις πυρηνικές εκρήξεις.
Η ατμόσφαιρα των βιομηχανικών κέντρων περιέχει σε αιώρημα μεγάλες ποσότητες επιβλαβών ουσιών.
Dictionary of Greek. 2013.